- καλού θετού
- (ιδιωμ. επίρρ.) καλά - καλά, αρκετά, ικανοποιητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αποτέλεσμα συνεκφοράς τών επιθέτων καλός και θετός, με χρήση τής γεν. ως επίρρ. (πρβλ. διπλού, καλού-κακού)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek